-
1 рот
ротм τό στόμα· ◊ остаться с открытым ртом (от удивления) μένω μ' ἀνοιχτό τό στόμα· стоять, разинув \рот разг στέκομαι μέ ἀνοιχτό τό στόμα, στέκομαι σάν χάχας· разинуть \рот χάσκω· зажимать кому-л, \рот βουλώνω τό στόμα κάποιου· ему пальца в \рот не клади πρέπει νά τόν προσέχεις, εἶναι ἐπικίνδυνος ἀνθρωπος· не брать в \рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου· в \рот не возьмешь δέν τρώγεται, εἶναι πολύ ἀνοστο· не открывать рта δέν ἀνοίγω τό στόμα μου, δέν λέγω κουβέντα· не сметь рта раскрыть δέν τολμώ ν' ἀνοίξω τό στόμα μου· орать во весь \рот ξελαρυγγίζομαι· хлопот полон \рот погов. ἔχω πολλές σκοτούρες. -
2 στόμα
τό1) рот; уста (поэт. уст.); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;
4) отверстие;вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;
στόμα λιμένος — вход в порт;
στόμα πόταμου — устье реки;
στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);
5) остриё (ножа);6) воен. дуло; жерло;στόμα πυροβόλου — жерло орудия;
7) бот. устьица;§ αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;
γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;
του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям., перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;
ανοίγω το στόμα — открывать рот;
решиться говорить;λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;
δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;
από στόμα σε στόμα — из уст в уста;
τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;
μένω μ' ανοιχτό το στόμα — остаться с открытым ртом (от удивления);
στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;
δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;
έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;
βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;
злословить на чеи-л. счёт;βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;
μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;μ' ενα στόμα — единогласно;
απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;
από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;
τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);
την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;
από στόματος — наизусть;
εν ενί στόματι — единодушно, единогласно
-
3 удивление
удивлени||ес ἡ ἔκπληξη [-ις], ἡ κατάπληξη [-ις], ὁ θαυμασμός:к моему́ великому \удивлениею προς μεγάλην μου ἔκπληξη· быть вие себя от \удивлениея εἶμαι κατάπληκτος, εἶμαι ἔκθαμβος· смотреть с \удивлениеем на кого-л. κυττάζω μέ περιέργεια κάποιον разинуть рот от \удивлениея разг μένω ἔκ-πληκτος, μένω μέ ἀνοιχτό τό στόμα· всем на \удивлениее προς μεγάλην ἔκπληξιν ὅλων. -
4 разинуть
ρ.σ.μ. απλ. (για στόμα) ανοίγω.εκφρ.разинуть рот – α) ανοίγω το στόμα (λέγω κάτι). β) χαζεύω• χάσκω, γ) θαυμάζω, μένω με ανοιχτό το στόμα (έκθαμβος). -
5 ανοιχτός
η, ό1) прям., перен. открытый;τα καταστήματα σήμερα είναι ανοιχτά — сегодня все магазины открыты;
ανοιχτός λογαριασμός — текущий счёт;
2) светлый (о цвете);3) распустившийся (о цветах); 4) незаживший, открытый (о ране); 5) открытый; широкий (о местности);ανοιχτή θάλασσα — открытое море;
6) откровенный, искренний, прямой;7) щедрый; 8) открытый, гостеприимный;ανοιχτό σπίτι — открытый дом;
9) задолжавший;§ ανοιχτός γιακάς — отложной воротничок;
παίζω μ' ανοιχτά χαρτιά — играть в открытую;
μένω με το στόμα ανοιχτό — раскрыть рот от удивления;
ήρθε μ· ανοιχτό κεφάλι — пришёл с раскроенным черепом;
όσο 2χω τα μάτια μου ανοιχτά — пока я жив;
έχει τα μάτια του ανοιχτά — у него ушки на макушке;
τό υπουργείο σήμερα είναι ανοιχτό — в министерстве сегодня приёмный день;
στ' ανοιχτά — в открытом море
-
6 застыть
-ыну, -ынешь, προστκ. застынь μτχ. παρλθ. χρ. застывшийρ.σ.1. πήζω, παγώνω" сало -ло το λίπος έπηξε•кровь -ла το αίμα πάγωσε.
2. παγώνω, κρουσταλλιάζω.3. κρυώνω πολύ, ξεπαγιάζω. || πεθαίνω από το κρύο.Ί• (για πτώμα) ξυλιάζω, κοκκαλιάζω.5. μαργώνω, ναρκώνομαι από το κρύο, μουδιάζω.εκφρ.застыть от ужаса – παγώνω από τη φρίκη•застыть от удивления – μένω κατάπληκτος, εμβρόντητος•застыть от восхишения – μένω έκθαμβος, άναυδος, με ανοιχτό το στόμα. -
7 обомлеть
обомлетьсов разг μένω κόκκαλο, ἀπομένω μέ τό στόμα ἀνοιχτό. ! -
8 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω.
См. также в других словарях:
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… … Dictionary of Greek
επιχάσκω — ἐπιχάσκω (AM) μσν. χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κάτι, επιθυμώ πολύ κάτι («ἡ φιλόϋλος ψυχὴ ταῑς ὕλαις ἐπιχάσκει», Κ. Μανασσ.) αρχ. (για επιφάνεια) έχω σχισμές, χάσματα («στρογγυλότητας ἐπιχασκούσας», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
μωρούμαι — μωροῡμαι, όομαι (Α) [μωρός] 1. καθίσταμαι μωρός, νωθρός, αδρανής, εμβρόντητος, μένω με ανοιχτό το στόμα 2. (η μτχ. παρακμ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεμωρωμένα η μωρία (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek
απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… … Dictionary of Greek
κοκαλώνω — κοκάλωσα, κοκαλωμένος 1. κοκαλιάζω. 2. μένω άναυδος, μένω με το στόμα ανοιχτό: Μόλις το άκουσε, κοκάλωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… … Dictionary of Greek